- ἐρωτικῶς
- отношусь как влюблённый
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐρωτικῶς — ἐρωτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
ζουμί — το (Μ ζουμί και ζουμίν) 1. ζωμός μαγειρεμένου φαγητού, οσπρίων, κρέατος, ψαριού κ.λπ. 2. χυμός φρούτου, καρπού κ.λπ. 3. αφέψημα 4. ό,τι ουσιαστικό μπορεί ν αποκομίσει κανείς από κάτι, ουσία, ενδιαφέρον, κέρδος, περιεχόμενο 5. παροιμ. «η γριά κότα … Dictionary of Greek
σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… … Dictionary of Greek
ՏԱՐՓՈՂԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0860 Chronological Sequence: 8c մ. ἑρωτικῶς amanter. Որպէս տարփող. տարփալով. սիրողապէս. սիրով. *Ըստ բնութեան փափագմունք իմացութեանցն միշտ տարփողաբար ցանկալով. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏՌՓՈՂԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0894 Chronological Sequence: 8c մ. ἑρωτικῶς amore. Իբրեւ զտռփող. սիրողապէս. սիրով. *Որ եւ զհեռացեալսն ʼի նմանէ տռփողաբար ունի, եւ կամի. Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)